ήλιος

ήλιος
ο
1) прям. , перен. солнце;

τεχνητός ήλιος — горное солнце;

ανατολή (δύση) τού ηλίου восход (закат) солнца;
η εκλειψη (τού) ηλίου затмение солнца;

ο ήλιος της αλήθειας — солнце правды;

βγαίνω (ζεσταίνομαι) στον -о выходить (греться) на солнце;

με μαύρισε ο ήλιος — я загорел;

τό δωμάτιο μου το βλέπει ( — или τό χτυπάει) ο ήλιος όλη την ημέρα — в моей комнате весь день солнце;

2) подсолнух;
3) красавец, красавица;

§ μή μού πιάνεις τον ήλιο — не заслоняй мне солнце;

η χώρα τού 'Ανατέλλοντος Ηλίου страна восходящего солнца (о Японии);

με τον ήλιο — когда светит солнце, после восхода, до заката;

υπό τον -ον в этом мире, на этом свете;

δεν έχω θέσιν υπό τον ήλιος ον — или δεν έχω στον ήλιο μοίρα — быть обездоленным; — не иметь места под солнцем;

άϊ στον ήλιο — или πίσω από τον ήλιο! — или κατά -ου κώλο! κ — дьяволу!, к чёрту!;

θα πάω εκεί πού ψήνει ο ήλιος το ψωμί — я уеду на

край света, я готов уехать к чёрту на рога;

ήλιος με δόντια — холодное, не согревающее солнце;

βαρεί — тоб ήλιου πετριές — погов, толочь воду в ступе;

άναψε του το λύχνο να δει τον ήλιο — посл, глаза как плошки, а Не видят ни крошки


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Полезное


Смотреть что такое "ήλιος" в других словарях:

  • Ἥλιος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥλιος — sun masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… …   Dictionary of Greek

  • ήλιος του μεσονυκτίου — Όρος με τον οποίο εκφράζεται, με κάπως ποιητικό τρόπο, η 24ωρη παρουσία φωτός στις δύο πολικές περιοχές της Γης επί έξι ολόκληρους μήνες κάθε χρόνο. Ο ήλιος του μεσονυκτίου, όπως φαίνεται από το Μπόντε της Νορβηγίας …   Dictionary of Greek

  • Ήλιος — ο 1. αυτόφωτο απλανές ουράνιο σώμα που κατέχει το κέντρο του πλανητικού μας συστήματος: Μια περιφορά της Γης γύρω από τον Ήλιο διαρκεί ένα έτος. 2. κάθε παρόμοιο αστέρι: Στο σύμπαν υπάρχουν αμέτρητοι ήλιοι. 3. το φυτό ηλίανθος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἤλιος — Ἦλις fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χώρην γε οὐδεμίαν κατόψεται ἥλιος, ὁμουρέοσαν τῇ ἡμέτερῃ. — χώρην γε οὐδεμίαν κατόψεται ἥλιος, ὁμουρέοσαν τῇ ἡμέτερῃ. См. Солнце не заходит в моем государстве …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἠέλιον — Ἥλιος masc/fem acc sg (epic) Ἥλιος neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡλίω — Ἥλιος masc/fem/neut nom/voc/acc dual Ἥλιος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλίω — ἥλιος sun masc nom/voc/acc dual ἥλιος sun masc gen sg (doric aeolic) ἡλιόω live in the sun imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἡλιόω live in the sun pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἡλιόω live in the sun imperf ind act 3rd sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡέλιον — Ἥλιος masc/fem acc sg (epic) Ἥλιος neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»